- ἀλώπηξ
- лисица
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
ἀλώπηξ — fox masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλώπηξ — (Αστρον.). Αστερισμός που αποτελείται από πολλούς αμυδρούς αστέρες. Ο αστερισμός αυτός βρίσκεται ανάμεσα στους αστερισμούς Βέλος και Κύκνος. Από τους αστέρες του ο 8ος, που βρίσκεται στα νότια του Β του Κύκνου, είναι διπλός και αποτελείται από… … Dictionary of Greek
Ἀλώπηξ διαφυγοῦσα πάγας, αὖθις οὐχ ἁλίσκεται. — См. Старого воробья на мякине не обманешь … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Γέρων ἀλώπηξ οὐκ ἀλέσκεται. — (πάγη). См. Старого воробья на мякине не обманешь … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Κερδαλέη ἀλωπηξ. — κερδαλέη ἀλωπηξ. См. Волк в овечьей шубе … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ἀλωπέκων — ἀλώπηξ fox masc/fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλωπήκεσσι — ἀλώπηξ fox masc/fem dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλώπεκα — ἀλώπηξ fox masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλώπεκας — ἀλώπηξ fox masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλώπεκες — ἀλώπηξ fox masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλώπεκι — ἀλώπηξ fox masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)